ΕΛΛΑΔΑ… ΧΩΡΑ ΜΑΡΜΑΡΟΥ
Μια μακρόχρονη παράδοση στην τέχνη του μαρμάρου με ρίζες που χάνονται στα βάθη των αιώνων
Η Ελλάδα είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο για τα μαρμάρινα μνημεία της, ενώ στην παγκόσμια αγορά των διακοσμητικών πετρωμάτων πολλά από τα ελληνικά μάρμαρα χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης γιατί έχουν ταυτιστεί με αριστουργήματα της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής της αρχαίας Ελλάδας, με έργα τέχνης μοναδικά και ανεπανάληπτα, που συνεχίζουν μέσα στους αιώνες να αποσπούν τον παγκόσμιο θαυμασμό.
Από τα βάθη των αιώνων οι γλύπτες και οι αρχιτέκτονες της Αρχαίας Ελλάδας ανακάλυψαν τη γοητεία του μαρμάρου και της πέτρας και διάλεξαν για τα έργα τους τα καλύτερα υλικά που με τη φυσική τους ομορφιά μπορούσαν να αναδείξουν τις άψυχες κατασκευές σε έργα τέχνης. Μάρμαρα που, καθώς λαξεύονταν υπομονετικά, λες και απορροφούσαν, κτύπημα με το κτύπημα, όλο και περισσότερη από την ενέργεια και το πάθος των καλλιτεχνών για να αποκτήσουν πλαστικότητα και κίνηση για να μετασχηματιστούν τελικά σε μνημειώδη έργα τέχνης.
Η χρήση του μαρμάρου στην αρχαία Ελλάδα ήταν ευρύτατη. Το μάρμαρο και η πέτρα συγκίνησαν βαθιά την ανθρώπινη ύπαρξη, άγγιξαν τις ευαίσθητες χορδές της και την παρέσυραν στον κόσμο της δημιουργίας, της αισθητικής και της συμμετρίας. Στα τόσα μνημεία, διάσπαρτα σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης, αλλά και στα γλυπτά αριστουργήματα που κοσμούν τα μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού και μαγνητίζουν τον επισκέπτη, υπάρχουν λεπτομέρειες αποκαλυπτικές της αίγλης του τότε πολιτισμού, που μόνο τα εκλεκτής ποιότητας μάρμαρα θα μπορούσαν να διασώσουν. Η Αφροδίτη της Μήλου, ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Νίκη της Σαμοθράκης, αλλά και ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, τα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών είναι μερικά μόνο αντιπροσωπευτικά δείγματα έκφρασης του αρχαίου πνεύματος πάνω στο απαράμιλλο ελληνικό μάρμαρο. Η εξόρυξη και χρήση του μαρμάρου στην αρχαία Ελλάδα ξεκινά από τα βάθη των αιώνων. Ήδη από τη Μέση Νεοελληνική Εποχή (5.000π.Χ. περίπου) έχουμε μαρμάρινα γυναικεία εδώλια, ενώ αργότερα ακολουθεί και η σειρά των περίφημων κυκλαδικών εδωλίων. Στην αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας το μάρμαρο χρησιμοποιείται ευρύτερα πολύ αργότερα. Τον 6ο π.Χ. αιώνα το μάρμαρο χρησιμοποιείται σε πολλά έργα σε συνδυασμό με τον πωρόλιθο. Αντιπροσωπευτικά δείγματα μνημείων εκείνης της εποχής είναι ο ναός του Δία στην Ολυμπία, με μαρμάρινα και πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη, καθώς και ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς με παριανό μάρμαρο στην πρόσοψη και πωρόλιθο στην υπόλοιπη κατασκευή. Επίσης στο Πεισιστράτειο Εκατόμπεδο και στην Ακρόπολη των Αθηνών οι μετόπες, τα γείσα και οι σίμες ήταν από μάρμαρο και όλα τα άλλα μέλη πώρινα. Το μάρμαρο, τότε, φαίνεται ότι χρησιμοποιούταν κυρίως για την κατασκευή των μερών των πώρινων οικοδομημάτων που ήταν εκτεθειμένα στη βροχή και η διαφορά στο χρώμα των δύο υλικών εξαλειφόταν με την τοποθέτηση επιχρισμάτων στον πωρόλιθο.
Τον 5ο και τον 4ο π.Χ. αιώνα το μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα. Τα λατομεία των Κυκλάδων έδιναν ήδη άφθονη πρώτη ύλη. Στην Πάρο εξορυσσόταν το λευκό ομοιογενές μάρμαρο, ιδιαίτερα εύκολο στη λάξευση, που ήταν γνωστό στους αρχαίους σαν Παρία ή Πάριος λίθος ή Λυχνίτης, γιατί η εξόρυξή του γινόταν σε υπόγειες στοές με το φως των λυχναριών. Από το μάρμαρο αυτό κατασκευάστηκαν αριστουργήματα της γλυπτικής, όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη της Μήλου κ.ά. Επίσης, στη Νάξο εξορυσσόταν λευκό μάρμαρο, κατώτερο όμως ποιοτικά εκείνου της Πάρου. Το ναξιώτικο μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε στο πρώτο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα στη γλυπτική και αρχιτεκτονική, όχι μόνο στη Νάξο, αλλά και στην Ολυμπία, στην Αλίφειρα στο ναό της Αθηνάς και στην Καλυδωνία.
Λατομεία λευκού μαρμάρου υπήρχαν και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, στην Ανάφη, την Τήνο, τη Θάσο κ.α. Ιδιαίτερα τα λευκά θασίτικα μάρμαρα ήταν καλής ποιότητας, αλλά δε δουλεύονταν εύκολα. Εξάγονταν όμως στα γειτονικά νησιά, στις ακτές της Θράκης και της Μ. Ασίας. Ο Κριοφόρος Κούρος που υπάρχει στο Μουσείο της Θάσου και έχει ύψος 3,5 μέτρα προέρχεται από αρχαϊκό λατομείο. Αρχαίες μαρτυρίες για τον τρόπο εξόρυξης των μαρμάρων δεν υπάρχουν, αλλά, από ευρήματα και διαπιστώσεις στα αρχαία λατομεία που διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι η εξόρυξη δε διέφερε και πολύ από εκείνη που εφάρμοζαν οι λατόμοι, μέχρι πριν λίγα χρόνια, πριν δηλαδή γενικευτεί η χρήση των σύγχρονων μηχανημάτων εξόρυξης (συρματοκοπές, εξοπλισμός πεπιεσμένου αέρα, μηχανήματα φόρτωσης μεγάλης ισχύος κ.ά.).
Τα αρχαία λατομεία διακρίνονταν σε επιφανειακά και υπόγεια, όπως ήταν εκείνο της Πάρου, όπου εξορυσσόταν ο «λυχνίτης λίθος». Επίσης υπήρχαν λατομεία που τα άνοιγαν για να φτιάξουν ένα συγκεκριμένο έργο, καθώς και μεγάλα οργανωμένα λατομεία όπου εξορυσσόταν μάρμαρο για διάφορα έργα και πολλές φορές μεταφερόταν σε μεγάλες αποστάσεις. Τα μεγάλα αυτά αρχαία λατομεία, στο μεγαλύτερο ποσοστό έχουν καταστραφεί από μεταγενέστερες εκμεταλλεύσεις, αφού κατά κανόνα όπου υπήρχε λατομείο οι μεταγενέστεροι συνέχιζαν την εκμετάλλευσή του.
Στα υπαίθρια λατομεία η απόσπαση των όγκων γινόταν με τη δημιουργία κατακόρυφων και οριζόντιων αυλακιών με πριόνι και άμμο. Στη συνέχεια άνοιγαν σε αυτά υποδοχές για σφήνες από σίδερο ή ξερό ξύλο, το οποίο όταν βρεχόταν διογκωνόταν και βοηθούσε στην απόσπαση του όγκου από το μητρικό πέτρωμα.
Όπως υποστηρίζει ο Γάλλος Tony Kozelj, μέλος της αποστολής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα, που προωθεί τις ανασκαφές στη Θάσο και είναι μέλος του Διεθνούς Οργανισμού των λιγοστών επιστημόνων που μελετούν την εκμετάλλευση των λατομείων μαρμάρου κατά την αρχαιότητα, δεν είναι σωστό αυτό που λέγεται ότι οι αρχαίοι έβγαζαν τα μάρμαρα με ξύλινες σφήνες που τις έβρεχαν για να «φουσκώσει» το ξύλο και να κοπεί έτσι το μάρμαρο. Κατά τον Tony Kozelj, οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τις ξύλινες σφήνες, 25 – 27 εκατ., μόνο στα λατομεία του σχιστόλιθου και ασβεστόλιθου. Έβαζαν τις ξύλινες σφήνες στο νερό να φουσκώσουν όλη τη νύχτα και μετά τις άφηναν όλη την ημέρα στον ήλιο για να ξεραθεί το ξύλο. Έτσι το ξύλο γινόταν πολύ ξερό και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εξόρυξη της πέτρας, όχι όμως και του μαρμάρου. Στα λατομεία μαρμάρου χρησιμοποιούσαν πάντα μεταλλικές σφήνες. Το Tony Kozelj έχει υπολογίσει ότι χρειάζονταν 22 ώρες συνεχούς δουλειάς από δύο άτομα για να ανοίξουν οι αρχαίοι αυλάκι μήκους 1 μέτρου και να κάνουν τις τρύπες για τις σφήνες.
Μετά την εξόρυξη του όγκου ακολουθούσε η πρώτη λάξευση ή «πελέκησις». Με τον τρόπο αυτό έφευγε το περιττό βάρος και γινόταν ευκολότερη η μεταφορά. Τα κιονόκρανα, οι κολόνες και διάφορα μισοτελειωμένα αγάλματα που βρέθηκαν σε αρχαία λατομεία μαρμάρου, ενισχύουν αυτή την πεποίθηση. Η μεταφορά των ογκόλιθων από το λατομείο στο εργαστήριο ονομαζόταν από τους αρχαίους «λιθαγωγία» ή «κομιδή» και δεν ήταν πάντα εύκολη, γιατί πολύ συχνά η απόσταση ήταν μεγάλη και το έδαφος ορεινό και ανώμαλο, ενώ άλλες φορές μεσολαβούσε η θάλασσα. Συνήθως για μικρές και οριζόντιες αποστάσεις και για όγκους όχι μεγάλους χρησιμοποιούσαν φάλαγγες ή σκυτάλες, δηλαδή ξύλινους κυλίνδρους (κατρακύλια). Από τις πλαγιές των βουνών και γενικότερα από κεκλιμένα επίπεδα η μεταφορά γινόταν πάνω σε ξύλινες εσχάρες ή χελώνες, τις «ξυλογαϊδούρες» με τη βοήθεια μοχλών. Στις σχάρες αυτές ήταν δεμένη η μια άκρη σχοινιών τα οποία ξετυλίγονταν αργά – αργά από σταθερούς πασσάλους ή δέντρα για να συγκρατείται το βάρος από απότομη κατολίσθηση. Στην περίπτωση μεγαλύτερων αποστάσεων με μικρή κλίση χρησιμοποιούταν τετράτροχες άμαξες που τις έσυραν «ζεύγη βοών ή ημιόνων».
Την ανύψωση των όγκων του μαρμάρου για να τοποθετηθούν πάνω στις άμαξες πετύχαιναν οι αρχαίοι με ειδικές μηχανές, τις οποίες περιγράφει ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς: τις μονόκωλες (με στήριγμα ενός δοκαριού), τις δίκωλες (με στήριγμα δύο δοκαριών), τις τρίκωλες (με στήριγμα τριών δοκαριών) και τις τετράκωλες (με στήριγμα τεσσάρων δοκαριών). Τα δοκάρια λειτουργούσαν με το σύστημα της τροχαλίας.
Η θαλάσσια μεταφορά, που κόστιζε πολύ φθηνότερα, γινόταν με «φορτηγίδες λιθαγωγούς» στις οποίες στοίβαζαν τους μικρότερους όγκους, ενώ τους μεγαλύτερους – για να είναι ελαφρότεροι – τους κρεμούσαν στο νερό από ξύλινα δοκάρια που στηρίζονταν σε δυο φορτηγίδες «αμφίπρυμνες». Ένα από τα σημαντικότερα κέντρα εξόρυξης μαρμάρων στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα είναι η Θάσος. Στη Θάσο, όπως αναφέρει ο Γάλλος Tony Kozelj, μπορεί κανείς να δει λατομεία όλων των εποχών. Έχουν εντοπιστεί λατομεία της Προϊστορικής εποχής, Νεολιθικά και Αρχαϊκά τα οποία είναι πολύ σπουδαία και της ίδιας εποχής με τα λατομεία της Νάξου. Αρχαϊκά λατομεία υπάρχουν στο Βαθύ, όπου βρίσκονται και τα λατομεία του «Ηρακλή» με επιγραφές που είναι του 6ου π.Χ. αιώνα και στον Πύργο, όπου υπάρχει μνημείο: ο Φάρος του Ακήρατου, καθώς και στην Αλυκή, όπου έχουν εντοπιστεί δύο αρχαϊκά κτίρια, όχι όμως και ίχνη αυτών των λατομείων, γιατί καταστράφηκαν από τους μεταγενέστερους.
Υπάρχουν ακόμη ίχνη από κλασικά και ελληνιστικά λατομεία στο Βαθύ και αλλού, αλλά πολύ περισσότερα είναι τα ρωμαϊκά λατομεία. Στους ρωμαϊκούς χρόνους τα ελληνιστικά λατομεία εκμεταλλεύτηκαν πολύ οργανωμένα. Στα λατομεία τότε υπήρχαν πύργοι – φυλάκια, όπου έμεναν οι στρατιώτες που φύλαγαν τα λατομεία, αλλά και τους εργαζόμενους σκλάβους. Οι Ρωμαίοι έκτιζαν στο χώρο των λατομείων και οικισμούς όπου έμεναν οι σκλάβοι που δούλευαν στα λατομεία. Αργότερα, στους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους στους οικισμούς αυτούς κατασκευάστηκαν και μικρές εκκλησίες από τους Χριστιανούς.
Στην Αλυκή βρέθηκε επιγραφή που λέει περίπου ότι «το χειρότερο για έναν ισοβίτη είναι να τον βάλουν να δουλέψει σε λατομείο ή μεταλλείο στα ελληνικά νησιά». Στα βυζαντινά λατομεία, που και αυτά είναι πολλά, υπάρχουν χαραγμένοι στα μέτωπα σταυροί, αλλά και το παγώνι που συμβόλιζε το Θεό. Τέτοια σύμβολα έχουν βρεθεί και στα μέτωπα ρωμαϊκών λατομείων. Αργότερα, την εποχή της Τουρκοκρατίας, τα λατομεία της Θάσου δεν δουλεύτηκαν εντατικά. Η κατάσταση συνεχίστηκε η ίδια μέχρι το 1920 περίπου, όταν άρχισε η σύγχρονη εκμετάλλευσή τους. Η Αττική ήταν ένα άλλο σημαντικό κέντρο εξόρυξης μαρμάρου. Εδώ τα λατομεία άρχισαν να λειτουργούν κυρίως μετά τους Περσικούς πολέμους. Στην περιοχή αυτή εξορυσσόταν το λευκό μάρμαρο της Πεντέλης, που θεωρούταν το καλύτερο, το υποκύανο μάρμαρο του Υμηττού που ήταν κατώτερης ποιότητας, καθώς και ένα στικτό εύθρυπτο μάρμαρο στην Αγριλέζα, κοντά στο Σούνιο, που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του ναού του Ποσειδώνα.
Τα αρχαία λατομεία του πεντελικού μαρμάρου βρίσκονταν κυρίως στη ΝΔ πλαγιά του Πεντελικού Όρους, στη σημερινή κοιλάδα της Σπηλιάς. Αναφέρεται ότι εκεί υπήρχαν 25 λατομεία απ’ όπου εξορύχθηκαν περισσότερα από 400.000 κυβ. μέτρα όγκων. Τα περισσότερα ίχνη από τις αρχαίες εργασίες έχουν εξαλειφθεί με τη νεότερη εξόρυξη και μόνο ένα αρχαίο λατομείο διατηρείται σήμερα σχετικά καλά στην κοιλάδα της Σπηλιάς, σε υψόμετρο 700μ. περίπου.
Εξόρυξη στο Πεντελικό Όρος, σε μικρότερη όμως έκταση, γινόταν και στα ανώτατα τμήματα της κοιλάδας της Χούνης, πιθανόν δε και σε άλλες θέσεις. Η αρχαιότερη χρήση του πεντελικού μαρμάρου χρονολογείται στο 570π.Χ. στη γλυπτική. Στην αρχαία Αθήνα χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην κατασκευή των μνημείων κατά την εποχή του Περικλή, αλλά και αργότερα στην Ελληνιστική και στη Ρωμαϊκή εποχή, ιδιαίτερα δε στα χρόνια του Ηρώδη του Αττικού, που ήταν και «κτήτωρ» των λατομείων.
Εκτός όμως από τα λευκά, στην αρχαία Ελλάδα εξορύσσονταν και πολλά χρωματιστά μάρμαρα. Εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν περισσότερο τα λατομεία χρωματιστών μαρμάρων ήταν οι Ρωμαίοι και αργότερα οι Χριστιανοί. Ο πρασινωπός «κροκέατης λίθος» ή «πράσινο λακωνικό μάρμαρο» που εξορυσσόταν στην περιοχή του αρχαίου Δήμου Κροκεών, το κοκκινωπό μάρμαρο του Ταινάρου, ο «πράσινος θεσσαλικός ή ατράγιος λίθος» (πράσινο Λαρίσης), το μάρμαρο Καρύστου – Στύρων ή «καρυστία λίθος», το μαύρο μάρμαρο της Χίου, το πολύχρωμο σκυριανό και ο πράσινος οφείτης της Τήνου ήταν από τα γνωστότερα μάρμαρα στην αρχαιότητα. Τα μάρμαρα αυτά, αλλά και πολλά άλλα, μεταφέρονταν σε μεγάλες αποστάσεις, από την αρχαία Ρώμη μέχρι τα παράλια της Μικράς Ασίας, για την κατασκευή και διακόσμηση πολλών και αξιόλογων μνημείων.
Η εξόρυξη και η χρήση του μαρμάρου συνεχίστηκε αδιάκοπα στην Ελλάδα, με ελάχιστα μόνο διαλείμματα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους και τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Τους τελευταίους αιώνες η μαρμαροτεχνία είχε μεγάλη ακμή στην Τήνο που δε γνώρισε τον τουρκικό ζυγό, όπως η υπόλοιπη Ελλάδα. Όπως αναφέρει ο εθνολόγος – λαογράφος Αλέκος Ε. Φλωράκης «οι αφετηρίες της Τηνιακής μαρμαροτεχνίας πρέπει να τοποθετηθούν στα χρόνια της βενετσιάνικης κυριαρχίας. Αν και το μέγιστο μέρος των λιθόγλυπτων που σώζονται ανήκουν στο 18ο και στο 19ο αιώνα, η έναρξη της ακμής τοποθετείται αρκετά παλαιότερα. Ήδη κατά το 17ο αιώνα, μαρμαράδες μάστοροι ακολουθούσαν τους οικοδόμους σ’ ολόκληρο το νησί, κατασκευάζοντας μαρμάρινα μέλη οικοδομών και διακοσμητικά ανάγλυφα ή συνδύαζαν και τις δυο ιδιότητες, του μαρμαρά και του οικοδόμου, όπως συνάγεται από επιγραφές…».
Η παράδοση, βέβαια, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις ρίζες της τηνιακής μαρμαροτεχνίας και αδιαφορώντας για αληθοφανείς εξηγήσεις λέει ότι στην Τήνο διδάχτηκαν την τέχνη της γλυπτικής από το Φειδία. Όταν αυτός ταξίδευε εξόριστος για τη Δήλο φυσούσε τόσο δυνατό μελτέμι που αναγκάστηκε να σταματήσει στην Τήνο. Εκεί ο μεγάλος δημιουργός έμεινε για ένα διάστημα και δίδαξε τη γλυπτική στους κατοίκους του νησιού.
Ανεξάρτητα πάντως από τα αίτια που ώθησαν στην άνθηση της τέχνης του μαρμάρου στην Τήνο, είναι γεγονός ότι την εποχή που στην υπόλοιπη Ελλάδα η μαρμαρογλυπτική βρισκόταν σε λήθαργο, οι Τήνιοι συνέχιζαν την καλλιτεχνική γλυπτική παράδοση. Όπως επισημαίνει ο Δημ. Σοφιανός, διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, οικογένειες ολόκληρες ασχολούνταν αποκλειστικά με την τέχνη του μαρμαρά, παραδίνοντας από πατέρα σε γιο την πείρα και τη φλέβα του καλλιτεχνικού πνεύματος των προγόνων τους.
Το παιδί στον Πύργο και στα Υστέρνια της Τήνου, όπου κι αν πήγαινε άκουγε συνεχώς τον ξερό και καμπανιστό ήχο των ματρακάδων. Έβλεπε τον τεχνίτη να μετασχηματίζει υπομονετικά την άμορφη πέτρα και να κάνει να αναδυθούν από μέσα της κιονόκρανα, επιστύλια, χαριτωμένοι ρόδακες, άκανθες και πολυάριθμες άλλες διακοσμητικές μορφές. Ήταν φυσικό αυτά τα παιδικά βιώματα να σημαδέψουν και τη μελλοντική του πορεία.
Ειδικευμένοι λοιπόν και άριστοι τεχνίτες του μαρμάρου οι Τηνιακοί ταξίδευαν τακτικά σε διάφορα μέρη της Ανατολής, στην Κωνσταντινούπολη, Γαλάτσι, Οδησσό, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Άγιο Όρος, όπου εργάζονταν, μελετούσαν και αποκτούσαν γνώσεις και τελειοποιούνταν συνεχώς στην τέχνη τους. Το πνεύμα της γλυπτικής και γενικότερα της καλλιτεχνικής παράδοσης τροφοδοτούσε και διατηρούσε ακμαία τη φλέβα εκείνη από τα σπλάχνα της οποίας ξεπήδησε η μεγάλη σειρά των Τηνίων καλλιτεχνών, γλυπτών και ζωγράφων, όπως ο Γύζης, ο Λύτρας, οι Φυταλήδες, οι Βιτάληδες, οι Σώχοι, ο Φιλιππότης, ο Χαλεπάς και τόσοι άλλοι.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση Τήνιοι έμπειροι γλύπτες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και άνοιξαν τα πρώτα μαρμαρογλυφεία. Πρώτοι οι αδελφοί Ιάκωβος και Φραγκίσκος Μαυρίδη από τα Υστέρνια της Τήνου άνοιξαν το 1835 το πρώτο συστηματικό μαρμαρογλυφείο στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Κοραή, εκεί που βρίσκεται σήμερα η Τράπεζα Πειραιώς. Το μαρμαράδικο αυτό, μοναδικό στην εποχή του, έγινε το πρώτο μεγάλο φυτώριο απ’ όπου βγήκαν τα πρώτα μαστορόπουλα, που λίγο αργότερα μαζί με άλλους νεοφώτιστους της τέχνης, οι οποίοι ήρθαν από την υπόλοιπη Ελλάδα απάρτισαν και το πρώτο μαθηματικό δυναμικό του νεοϊδρυθέντος «Σχολείου Τεχνών», που αργότερα αναδιοργανώθηκε και αποτέλεσε το σημερινό Πολυτεχνείο.
Η δραστηριότατα των Τηνιακών μαρμαράδων και καλλιτεχνών επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον ελλαδικό, αλλά και το βαλκανικό χώρο. Μαρμάρινα καμπαναριά, τέμπλα, εικονοστάσια, άμβωνες, ηρώα και κάθε λογής επιτύμβια μνημεία, προτομές, ανδριάντες, όλα έργα της σμίλης του ανώνυμου ή επώνυμου Τηνιακού μαρμαρά κοσμούν τις εκκλησίες, τα νεκροταφεία και τις πλατείες σε όλες τις πόλεις του ελεύθερου ελληνικού κράτους που δημιουργείται.
Οι Ευρωπαίοι και οι δικοί μας αρχιτέκτονες χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά Τηνιακούς μαρμαράδες, καλλιτέχνες και εφαρμοστές για την κατασκευή όλων των αξιόλογων δημόσιων και ιδιωτικών οικοδομημάτων που κοσμούν σήμερα την Αθήνα. Στην κατασκευή των παλαιών Ανακτόρων γενικός επιστάτης είναι ο πρακτικός, αλλά τέλειος εφαρμοστής, γλύπτης Αντ. Λύτρας, πατέρας του μεγάλου ζωγράφου Νικοφόρου Λύτρα από τον Πύργο της Τήνου. Επίσης Τηνιακοί μαρμαράδες δουλεύουν στα πολυάριθμα μέγαρα της Αθήνας, όπως το Πανεπιστήμιο, το Μουσείο, το Ζάππειο, τη Βουλή των Ελλήνων, την Ακαδημία, την Εθνική Βιβλιοθήκη, τη Μητρόπολη και τόσα άλλα.
Εκτός από τους Τηνιακούς μαρμαράδες που πρωτοστάτησαν στην αναβίωση τη τέχνης του μαρμάρου υπήρχαν, στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας και τα «μπουλούκια» των χτιστών ή των μαστόρων, όπως ονομάζονταν, από τη μαστορομάνα Ήπειρο, τη Μακεδονία, τα Λαγκάδια, τα Καλάβρυτα και άλλα χωριά της Πελοποννήσου που ταξιδεύοντας σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ρουμανία, Μικρά Ασία, Αίγυπτος, Περσία) χρησιμοποίησαν με δεξιοτεχνία την πέτρα στις διάφορες κατασκευές που ολοκλήρωσαν και είχαν σοβαρή συμβολή στη διαμόρφωση στης παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής.
Λαϊκοί οικοδόμοι, φημισμένοι λαϊκοί αρχιτέκτονες, λαϊκοί τεχνίτες που οι περισσότεροι δεν ενδιαφέρονταν για την υστεροφημία τους, συχνά παρέλειπαν να χαράξουν το όνομά τους πάνω σε κάποιο αγκωνάρι. Ο πελεκάνος των μπουλουκιών, ο άνθρωπος που λάξευε τα’ αγκωνάρια, τα υπέρθυρα, τις παραστάδες και τα άλλα στοιχεία ενός έργου ήταν η ψυχή της ομάδας. Η δουλειά του απαιτούσε πολύχρονη πείρα στην οικοδομή τέχνη και κάποια καλλιτεχνική ευαισθησία, γι’ αυτό την ειδικότητα του πελεκάνου ασκούσε συνήθως ο πρωτομάστορας, που εκτός από τις δύσκολες κατασκευές σκάλιζε στα αγκωνάρια λουλούδια, σταυρούς, επιγραφές, πουλιά και άλλα διακοσμητικά σύμβολα.
Όλοι αυτοί, οι επώνυμοι και ανώνυμοι αυτοδίδακτοι τεχνίτες του μαρμάρου και της πέτρας με την ξεχωριστή καλλιτεχνική ευαισθησία, ήταν οι άνθρωποι που μεταλαμπάδεψαν στις επόμενες γενιές την αγάπη για το μάρμαρο και την πέτρα, ήταν οι άνθρωποι που έβαλαν τα γερά θεμέλια για την ανάπτυξη στη χώρα μας μια σύγχρονης βιομηχανίας μαρμάρου με βαθιές ρίζες.
Ο πλούτος της ελληνικής γης σε φυσικά διακοσμητικά πετρώματα και ιδιαίτερα σε εκλεκτής ποιότητας λευκά μάρμαρα, σε συνδυασμό με την πείρα αιώνων στην τέχνη της εξόρυξης και της μαρμαρογλυπτικής, αποτέλεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η δυναμική πορεία που διέγραψε στη συνέχεια ο κλάδος του μαρμάρου. Μια πορεία που αρχίζει από τα τέλη του 19ου αιώνα και από τις αρχές του 20ου, όταν η αγγλική εταιρεία «GRECIAN MARBLES» που εκμεταλλευόταν συστηματικά πολλά λατομεία μαρμάρου σε διάφορες περιοχές της χώρας πραγματοποιούσε σημαντικές εξαγωγές στη Δυτική Ευρώπη, γεγονός που βοήθησε να γίνουν ακόμη πιο γνωστά και περιζήτητα τα ελληνικά μάρμαρα σε όλο τον κόσμο.